- ἐπιτελεστικόν
- ἐπιτελεστικόςcapable of effecting one's purposemasc acc sgἐπιτελεστικόςcapable of effecting one's purposeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τελεσίερος — και τελεσσίερος, ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «τελεσίερον παιᾱνα τὸν ἐπιτελεστικὸν τῶν τοῑς θεοῑς ἐπιτελουμένων ἱερῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού σιγμόληκτου ουδ. τέλος* + ἱερός] … Dictionary of Greek